„στρέφω“: μεταβατικό ρήμα στρέφω [ˈstrefo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -άφηκα; -αμμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) drehen, wenden, richten drehen στρέφω γυρίζω στρέφω γυρίζω wenden στρέφω κατευθύνω στρέφω κατευθύνω richten στρέφω βλέμμα στρέφω βλέμμα examples στρέφω την προσοχή μου σε sein Augenmerk richten auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk στρέφω την προσοχή μου σε