„στολίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα στολίζομαι [stoˈlizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich schmücken, sich fein anziehen, sich schön machen sich schmücken στολίζομαι βάζω κοσμήματα στολίζομαι βάζω κοσμήματα sich fein anziehen στολίζομαι ντύνομαι ωραία στολίζομαι ντύνομαι ωραία sich schön machen στολίζομαι καλλωπίζομαι στολίζομαι καλλωπίζομαι