Greek-German translation for "στοιχειώδης"

"στοιχειώδης" German translation

στοιχειώδης
[stiçiˈoðis], στοιχειώδης, στοιχειώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • grundlegend, Grund-
    στοιχειώδης
    στοιχειώδης
  • elementar
    στοιχειώδης βασικός
    στοιχειώδης βασικός
examples
  • στοιχειώδες ηλεκτρικό φορτίοουδέτερο | Neutrum, sächlich n φυσ
    Elementarladungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    στοιχειώδες ηλεκτρικό φορτίοουδέτερο | Neutrum, sächlich n φυσ
  • στοιχειώδες σωματίδιοουδέτερο | Neutrum, sächlich n φυσ
    Elementarteilchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    στοιχειώδες σωματίδιοουδέτερο | Neutrum, sächlich n φυσ
  • στοιχειώδης δύναμηθηλυκό | Femininum, weiblich f
    Urgewaltθηλυκό | Femininum, weiblich f
    στοιχειώδης δύναμηθηλυκό | Femininum, weiblich f

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: