στοά
[stoˈa]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Säulenhalleθηλυκό | Femininum, weiblich fστοά αρχιτεκτονική | ArchitekturαρχιτGalerieθηλυκό | Femininum, weiblich fστοά αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτστοά αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ
- Passageθηλυκό | Femininum, weiblich fστοά πέρασμαστοά πέρασμα
- Stollenαρσενικό | Maskulinum, männlich mστοά μεταλλουργία | Bergbauμεταλλστοά μεταλλουργία | Bergbauμεταλλ