„στερεός“ στερεός [stereˈos], στερεή, στερεόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) fest, hart, fest, stabil, haltbar fest, hart στερεός μη υγρός στερεός μη υγρός fest, stabil στερεός σταθερός στερεός σταθερός haltbar στερεός υλικό στερεός υλικό examples στερεό σώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n φυσ Festkörperαρσενικό | Maskulinum, männlich m στερεό σώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n φυσ