στενός
[steˈnos], στενή, στενόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- engστενόςστενός
- knappστενός λιγοστόςστενός λιγοστός
- schmalστενός λεπτόςστενός λεπτός
- στενός φίλος
- eng, naheστενός συγγενήςστενός συγγενής
examples
-
- στενή στροφήθηλυκό | Femininum, weiblich fHaarnadelkurveθηλυκό | Femininum, weiblich f
- στενή συγγενήςθηλυκό | Femininum, weiblich fAngehörigeθηλυκό | Femininum, weiblich f