„σπιούνα“: θηλυκό σπιούνα [ˈspjuna]θηλυκό | Femininum, weiblich f, σπιούνος [ˈspjunos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Spitzel Spitzelαρσενικό | Maskulinum, männlich m σπιούνα σπιούνα