Spitzel
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; ->Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- χαφιέςMaskulinum, männlich | αρσενικό mSpitzelSpitzel
- σπιούνοςMaskulinum, männlich | αρσενικό mSpitzelσπιούναFemininum, weiblich | θηλυκό fSpitzelSpitzel
- καρφίNeutrum, sächlich | ουδέτερο nSpitzel in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig umgangssprachlich | οικείοumgSpitzel in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig umgangssprachlich | οικείοumg