σούμο
[ˈsumo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Sumoουδέτερο | Neutrum, sächlich nσούμοSumoringenουδέτερο | Neutrum, sächlich nσούμοσούμο
examples
- παλαιστήςαρσενικό | Maskulinum, männlich m σούμοSumoringerαρσενικό | Maskulinum, männlich m