παλαιστής
[palesˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Ringkämpferαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαλαιστής αθλητισμός | SportαθλCatcherαρσενικό | Maskulinum, männlich m.παλαιστής αθλητισμός | Sportαθλπαλαιστής αθλητισμός | Sportαθλ
examples
- παλαιστής σούμοSumoringerαρσενικό | Maskulinum, männlich m