σκωτσέζικος
[skoˈtsezikos], σκωτσέζικη, σκωτσέζικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schottischσκωτσέζικοςσκωτσέζικος
examples
- σκωτσέζικο σχέδιοουδέτερο | Neutrum, sächlich nSchottenmusterουδέτερο | Neutrum, sächlich n