„σκυθρωπός“ σκυθρωπός [skjiθroˈpos], σκυθρωπή, σκυθρωπόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mürrisch, brummig mürrisch, brummig σκυθρωπός σκυθρωπός