„mürrisch“: Adjektiv mürrischAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) γκρινιάρης, κατσούφης, αγέλαστος γκρινιάρης, κατσούφης, αγέλαστος mürrisch mürrisch