„σκουφάκι“: ουδέτερο σκουφάκι [skuˈfakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mütze, Kappe Mützeθηλυκό | Femininum, weiblich f σκουφάκι Kappeθηλυκό | Femininum, weiblich f σκουφάκι σκουφάκι examples σκουφάκι για ντους Duschhaubeθηλυκό | Femininum, weiblich f σκουφάκι για ντους σκουφάκι μπάνιου Bademützeθηλυκό | Femininum, weiblich f Badekappeθηλυκό | Femininum, weiblich f σκουφάκι μπάνιου