„Badekappe“: Femininum, weiblich BadekappeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σκουφάκι του μπάνιου σκουφάκιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n του μπάνιου Badekappe Badekappe