„σκοτώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα σκοτώνομαι [skoˈtonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) umkommen, ums Leben kommen, sich umbringen, sich abmühen sich plagen umkommen, ums Leben kommen σκοτώνομαι σε ατύχημα σκοτώνομαι σε ατύχημα sich umbringen σκοτώνομαι αυτοκτονώ σκοτώνομαι αυτοκτονώ sich abmühen, sich plagen σκοτώνομαι τσακίζομαι, προσπαθώ οικείο | umgangssprachlichοικ σκοτώνομαι τσακίζομαι, προσπαθώ οικείο | umgangssprachlichοικ