σκοτεινός
[skotiˈnos], σκοτεινή, σκοτεινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- σκοτεινός
- finsterσκοτεινός θλιβερός, δυστυχής μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσκοτεινός θλιβερός, δυστυχής μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- düsterσκοτεινός κ. μέλλονσκοτεινός κ. μέλλον
- obskur, fragwürdigσκοτεινός ύποπτοςσκοτεινός ύποπτος