σκοπευτής
[skopefˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schützeαρσενικό | Maskulinum, männlich mσκοπευτήςScharfschützeαρσενικό | Maskulinum, männlich mσκοπευτήςσκοπευτής