„Schütze“: Maskulinum, männlich SchützeMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-n; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σκοπευτής, Τοξότης σκοπευτήςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Schütze Schütze ΤοξότηςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Schütze Astronomie | αστρονομίαASTRON Astrologie | αστρολογίαASTROL Schütze Astronomie | αστρονομίαASTRON Astrologie | αστρολογίαASTROL