σκεπάζω
[skjeˈpazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- σκεπάζω
- vertuschenσκεπάζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσκεπάζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples