πέπλο
[ˈpeplo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schleierαρσενικό | Maskulinum, männlich mπέπλοπέπλο
examples
- πέπλο αχλύοςDunstschleierαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πέπλο καπνούRauchschleierαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πέπλο ομίχληςNebelschwadenπληθυντικός | Plural pl