Greek-German translation for "σηκώνω"

"σηκώνω" German translation

σηκώνω
[siˈkono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • heben, hochheben
    σηκώνω ανεβάζω
    σηκώνω ανεβάζω
  • aufheben
    σηκώνω από το έδαφος
    σηκώνω από το έδαφος
  • erheben
    σηκώνω κ. χέρι
    σηκώνω κ. χέρι
  • wecken
    σηκώνω ξυπνώ
    σηκώνω ξυπνώ
  • anheben, erhöhen
    σηκώνω τιμές
    σηκώνω τιμές
  • stemmen
    σηκώνω βάρος
    σηκώνω βάρος
  • umkrempeln
    σηκώνω μανίκια
    σηκώνω μανίκια
  • abdecken
    σηκώνω τραπέζι
    σηκώνω τραπέζι
  • abheben
    σηκώνω χρήματα
    σηκώνω χρήματα
  • abnehmen
    σηκώνω ακουστικό
    σηκώνω ακουστικό
  • vertragen
    σηκώνω αλκοόλ
    σηκώνω αλκοόλ
  • abdecken, abräumen
    σηκώνω τραπέζι
    σηκώνω τραπέζι
  • bekommen
    σηκώνω κλίμα
    σηκώνω κλίμα
  • zucken
    σηκώνω ώμους
    σηκώνω ώμους
  • lichten
    σηκώνω άγκυρα
    σηκώνω άγκυρα
examples
σηκώνω άγκυρα
σηκώνω άγκυρα
σηκώνω τους ώμους
mit den Achseln zucken
σηκώνω τους ώμους

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: