„σάλια“: πληθυντικός ουδετέρου σάλια [ˈsaʎa]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Speichel Speichelαρσενικό | Maskulinum, männlich m σάλια σάλια examples μου τρέχουν τα σάλια mir läuft das Wasser im Mund zusammen μου τρέχουν τα σάλια