„Speichel“: Maskulinum, männlich SpeichelMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σάλιο, σάλια σάλιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Speichel σάλιαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Speichel Speichel