„ρισκάρω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα ρισκάρω [risˈkaro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-α/-ισα> οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) riskieren, aufs Spiel setzen riskieren, aufs Spiel setzen ρισκάρω ρισκάρω