„ριζώνω“: αμετάβατο ρήμα ριζώνω [riˈzono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -θηκα; -μένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wurzeln, Wurzeln schlagen wurzeln, Wurzeln schlagen ριζώνω βγάζω ρίζες, κ., δυσπιστία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ριζώνω βγάζω ρίζες, κ., δυσπιστία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ