„ρητός“ ρητός [riˈtos], ρητή, ρητόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausdrücklich, deutlich ausdrücklich, deutlich ρητός εντολή, απαγόρευση ρητός εντολή, απαγόρευση