ρευστό
[refˈsto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Flüssigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fρευστό υγρόρευστό υγρό
- Bargeldουδέτερο | Neutrum, sächlich nρευστό χρήμα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφρευστό χρήμα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples
- σε ρευστόin bar