„ρεβάνς“: θηλυκό ρεβάνς [reˈvans]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Revanche Revancheθηλυκό | Femininum, weiblich f ρεβάνς αθλητισμός | Sportαθλ ρεβάνς αθλητισμός | Sportαθλ examples παίρνω ρεβάνς Revanche nehmen παίρνω ρεβάνς