ραντεβού
[randeˈvu]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verabredungθηλυκό | Femininum, weiblich fραντεβού γενραντεβού γεν
- Terminαρσενικό | Maskulinum, männlich mραντεβού με γιατρό, δικηγόροραντεβού με γιατρό, δικηγόρο
- Rendezvousουδέτερο | Neutrum, sächlich nραντεβού ερωτικόραντεβού ερωτικό