„ραδιουργώ“: αμετάβατο ρήμα ραδιουργώ [raðiurˈɣo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) intrigieren intrigieren ραδιουργώ ραδιουργώ