„intrigieren“: intransitives Verb intrigierenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ραδιουργώ, δολοπλοκώ, μηχανορραφώ ραδιουργώ, δολοπλοκώ, μηχανορραφώ intrigieren intrigieren