ραγδαίος
[raɣˈðeos], ραγδαία, ραγδαίοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- rasant, unerwartetραγδαίοςραγδαίος
- heftigραγδαίος βροχήραγδαίος βροχή
- unaufhaltsamραγδαίος γεγονόταραγδαίος γεγονότα