Boom
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -s>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ραγδαία οικονομική άνοδοςFemininum, weiblich | θηλυκό fBoom Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCHBoom Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCH