πύραυλος
[ˈpiravlos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Raketeθηλυκό | Femininum, weiblich fπύραυλοςπύραυλος
examples
- πύραυλος μεγάλου βεληνεκούςLangstreckenraketeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πύραυλος μέσου βεληνεκούςMittelstreckenraketeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πύραυλος φορέαςTrägerraketeθηλυκό | Femininum, weiblich f