αντιαεροπορικός
[andiaeroporiˈkos], αντιαεροπορική, αντιαεροπορικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- αντιαεροπορική άμυναθηλυκό | Femininum, weiblich fFlugabwehrθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αντιαεροπορικός πύραυλοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mAbwehrraketeθηλυκό | Femininum, weiblich fFlugabwehrraketeθηλυκό | Femininum, weiblich f