„πυρίμαχος“ πυρίμαχος [piˈrimaxos], πυρίμαχη, πυρίμαχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) feuerfest, feuerbeständig feuerfest, feuerbeständig πυρίμαχος πυρίμαχος examples πυρίμαχο σκεύοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n Auflaufformθηλυκό | Femininum, weiblich f πυρίμαχο σκεύοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n πυρίμαχος πηλόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m gebrannter Tonαρσενικό | Maskulinum, männlich m πυρίμαχος πηλόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m