„feuerfest“: Adjektiv feuerfestAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ανθεκτικός στη φωτιά, πυρίμαχος ανθεκτικός στη φωτιά, πυρίμαχος feuerfest feuerfest