πυκνότητα
[piˈknotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Dichteθηλυκό | Femininum, weiblich fπυκνότηταπυκνότητα
- Prägnanzθηλυκό | Femininum, weiblich fπυκνότητα περιεκτικότητα λόγουπυκνότητα περιεκτικότητα λόγου
examples
- πυκνότητα αποθήκευσης ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υSpeicherdichteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πυκνότητα εναέριας κυκλοφορίαςFlugdichteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πυκνότητα πληθυσμούBesiedlungsdichteθηλυκό | Femininum, weiblich f