„Flugdichte“: Femininum, weiblich FlugdichteFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πυκνότητα εναέριας κυκλοφορίας πυκνότηταFemininum, weiblich | θηλυκό f εναέριας κυκλοφορίας Flugdichte Flugdichte