„πρώρα“: θηλυκό πρώρα [ˈprora]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bug Bugαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρώρα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ πρώρα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ