„Bug“: Maskulinum, männlich BugMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σφάλμα σφάλμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Bug Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Bug Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT
„Bug“: Maskulinum, männlich BugMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πλώρη, πρώρα πλώρηFemininum, weiblich | θηλυκό f Bug Nautik, Schifffahrt | ναυτικός όροςSCHIFF πρώραFemininum, weiblich | θηλυκό f Bug Nautik, Schifffahrt | ναυτικός όροςSCHIFF Bug Nautik, Schifffahrt | ναυτικός όροςSCHIFF