„πρόσφατος“ πρόσφατος [ˈprosfatos], πρόσφατη, πρόσφατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) jüngste, neu jüngste(r, s), neu πρόσφατος γεγονός πρόσφατος γεγονός