„πρόσθετος“ πρόσθετος [ˈprosθetos], πρόσθετη, πρόσθετοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zusätzlich, extra zusätzlich, extra πρόσθετος πρόσθετος examples πρόσθετα έσοδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Nebeneinnahmenπληθυντικός | Plural pl πρόσθετα έσοδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl πρόσθετα ταχυδρομικάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Strafportoουδέτερο | Neutrum, sächlich n πρόσθετα ταχυδρομικάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl πρόσθετη ασφάλισηθηλυκό | Femininum, weiblich f αυτοκίνητο | Autoαυτοκ Schutzbriefαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρόσθετη ασφάλισηθηλυκό | Femininum, weiblich f αυτοκίνητο | Autoαυτοκ πρόσθετη δαπάνηθηλυκό | Femininum, weiblich f Mehraufwandαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρόσθετη δαπάνηθηλυκό | Femininum, weiblich f πρόσθετη επιβάρυνσηθηλυκό | Femininum, weiblich f Aufschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρόσθετη επιβάρυνσηθηλυκό | Femininum, weiblich f πρόσθετη παραγγελίαθηλυκό | Femininum, weiblich f Nachbestellungθηλυκό | Femininum, weiblich f πρόσθετη παραγγελίαθηλυκό | Femininum, weiblich f πρόσθετη χρέωσηθηλυκό | Femininum, weiblich f Strafgebührθηλυκό | Femininum, weiblich f πρόσθετη χρέωσηθηλυκό | Femininum, weiblich f πρόσθετος εξοπλισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m αυτοκίνητο | Autoαυτοκ Sonderausstattungθηλυκό | Femininum, weiblich f πρόσθετος εξοπλισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m αυτοκίνητο | Autoαυτοκ hide examplesshow examples