προστριβή
[prostriˈvi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Reibungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροστριβήπροστριβή
examples
- προστριβέςπληθυντικός | Plural plReibereienπληθυντικός | Plural pl