προσποιούμαι
[prospiˈume]αποθετικό ρήμα | Deponens depμεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ήθηκα; -ημένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- so tun als ob, sich verstellen, heuchelnπροσποιούμαι υποκρίνομαιπροσποιούμαι υποκρίνομαι
- vortäuschenπροσποιούμαι ψεύδομαιπροσποιούμαι ψεύδομαι