προπόνηση
[proˈponisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Trainingουδέτερο | Neutrum, sächlich nπροπόνησηπροπόνηση
examples
- προπόνηση αντοχήςKonditionstrainingουδέτερο | Neutrum, sächlich nAusdauertrainingουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- προπόνηση ενδυνάμωσηςKrafttrainingουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- προπόνηση σε σταθμούςZirkeltrainingουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples