„Krafttraining“: Neutrum, sächlich KrafttrainingNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) προπόνηση ενδυνάμωσης προπόνησηFemininum, weiblich | θηλυκό f ενδυνάμωσης Krafttraining Krafttraining