πουρές
[puˈres]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-έδες>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Püreeουδέτερο | Neutrum, sächlich nπουρέςπουρές
examples
- κάνω πουρέ
- Erbsenpüreeουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- πουρές πατάταςKartoffelbreiαρσενικό | Maskulinum, männlich m