„μπιζέλια“: πληθυντικός ουδετέρου μπιζέλια [biˈzeʎa]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Erbsen, Erbsengericht Erbsenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl μπιζέλια μπιζέλια Erbsengerichtουδέτερο | Neutrum, sächlich n μπιζέλια φαγητό μπιζέλια φαγητό